Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Η ΣΤΥΓΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΕΝΑ ΠΡΩΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ

 Φορούσε καπέλο ψάθινο με κεράσια και φορτωμένο με πολλές αναμνήσεις από το παρελθόν καθώς και με φοβερές απειλές για το μέλλον.

Μιλούσε με φωνή ένρινη και βαστούσε το χέρι της μπροστά στο στόμα της για να μην φανεί πως της έλειπαν δόντια.

Ήταν φυσικά σεμνότυφη και δεν δεχόταν καμιά πρόταση γάμου ή άλλης φύσεως.

Καθώς θα ξέρετε -   είναι φιλόλογος, και ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τ’ αρχαία κείμενα - και τα λεξικά τα ’χει αποστηθίσει.

Η χρονιά που εμφανίστηκε ήταν δίσεκτη, όταν δηλαδή κανείς δεν ήξερε που του πηγαίνουν τα τέσσερα.

Η Πούλια με το γυμνό μάτι είναι ένας ακαθόριστος ορμαθός αστεριών μια διάχυτη λάμψη - ενώ με το τηλεσκόπιο - εφτά άστρα λαμπερά που ονομάζονται οι Εφτά Αδελφές στη λαϊκή μυθολογία, κι αναρωτιέμαι καμιά φορά αν τα μάτια των ανθρώπων δεν ήτανε κάποτε πιο διαπεραστικά απ’ τα δικά μας κι αν δεν βλέπανε μέσα στο διάστημα, πράγματα που έχουν σβήσει για τα δικά μας μάτια.

Ήταν λοιπόν εκείνη μια από τις Εφτά Αδελφές, η πιο άσχημη γι’ αυτό δεν είχε παντρευτεί και ούτε είχε ποτέ ελπίδα να βρει άνδρα - μια γυναίκα ερμαφρόδιτη - σωστό τέρας - και σχεδόν μυστακοφόρος - τόσο που λίγο ακόμα και θα ’τανε τσολιάς - και η λαγνεία της κρυφή - τη φύλαγε μέσα της,  μα για τα μάτια του κόσμου έκανε την αθώα και την παρθένα και την Παναγία.

Έβαλε ένα δίσκο στο γραμμόφωνο. Τσίριζε, αφόρητα μια χαλασμένη φωνή και η βελόνα γρατζουνούσε το δίσκο, και τα νεύρα μου άρχισαν να σχίζονται. Έκρυψα το πρόσωπό μου μες στο μαξιλάρι να μην τη βλέπω και βούλωσα τ’ αυτιά μου!..

Ήταν ο μόνος τρόπος να αποφύγω να κάνω έρωτα με τη στυγνή πραγματικότητα που ’χε τώρα μεταμορφωθεί σε γυμνή πραγματικότητα.  Δηλαδή, σε ρεαλισμό σοσιαλιστικό ή άλλο, το ίδιο κάνει...

Παντού είναι εξίσου αφόρητη η αντιμετώπισή της, μ’ όποιο κοινωνικό σύστημα κι αν εμφανίζεται.

 [ΣΤΥΓΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο 1982.

Ακολουθούν κάποιες άλλες γυναίκες από την ίδια συλλογή (τίτλοι των ιστοριών τους): 

Η ΙΔΕΑ – ΓΥΝΑΙΚΑ,

Η ΝΥΦΗ,

Η ΜΕΓΑΛΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ,

ΥΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑΣ,

ΜΗ ΕΝ ΤΩ ΑΜΑ ΤΟ ΕΥ,

ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΣΠΛΑΝΑΔΑΣ,

Ο ΝΤΕΝΕΚΕΣ,

Ο ΔΟΥΞ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΟΞΕΩΣ και (επιμύθιο)

«ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ»

 

 


Η ΙΔΕΑ-ΓΥΝΑΙΚΑ (από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, 1982)

Μέσα στο κατακάθαρο πράσινο νερό που σχημάτιζε κύκλους – καθώς έσκυβα αντί να δω τη μορφή μου - είδα τον Πλάτωνα που τον «τάραζαν» οι κύκλοι του νερού ώστε να είναι αναγκασμένος να κάνει μορφασμούς όλη την ώρα και να υπάρχουν πολλά κενά στο πρόσωπό του - έσκυψα λίγο περισσότερο και τα νερά θολώσανε. Για κοίτα σκέφτηκα - για φαντάσου, ο Αρχιμήδης να ’ταν εδώ τούτη την ώρα να ’βλεπε αυτούς τους ταραγμένους κύκλους του και αυτό το εκτόπισμα ενός εκτοπλάσματος που δεν ισοδυναμεί με τον όγκο του  αφού θολώνει μόλις το κοιτάξεις από πιο κοντά-  όπως η εικόνα μέσα από ένα φακό.

-Μα αφού είσαι μύωψ, είπε μια φωνή πίσω μου.  Δε γύρισα να δω γιατί ήξερα ποιος μιλούσε – και δεν ήθελα να του απαντήσω.

Την ώρα εκείνη όμως κατάλαβα πως ήμουνα εγώ ο ίδιος ο Πλάτωνας και η μορφή του μες στο νερό ήταν η δική μου. Χρόνος άρα δεν υπήρχε, όπως το λένε πολλοί, παρά μονάχα μια επίφασή του – αφού ενωθήκαμε τώρα – και είμαστε ένα –  εγώ και ο μέγας θείος φιλόσοφος –ο τόσο φιλόστοργος – μέσα στους κύκλους του νερού, και άρχισα να αισθάνομαι περίεργα. Ένα άλλο πράγμα ξένο – πιο ψυχρό – σαν να ’βλεπα τον κόσμο από την ανάποδη και κείνα που είχα υποθέσει μέσα στη συγκίνησή μου, για τον αρχαίο κόσμο, να ’ταν όλα ψεύτικα.

Ο Ερμής που τόσο τον θαυμάζουμε εμείς, εκείνοι τον μισούσαν και θέλαν να τον καταργήσουν, αλλά φοβόντουσαν το λαό, που πίστευε στον Ερμή, που από άλλες μορφές διέφερε σημαντικά και δεν ήταν πλέον ούτε κυνοκέφαλος ούτε του φαλλού εν στύσει ο φορεύς - αλλά γυναίκα σε ενδιαφέρουσα, μονάχα γυναίκα. Πώς όμως να εξηγήσεις σύμβολα ιερογλυφικά στον δεισιδαίμονα όχλο που τα παίρνει όλα τοις μετρητοίς και κυριολεκτικά και όταν του λες:  «Σκότωνε» θα σκοτώσει κάποιον, αντί να σκοτώσει μέσα του το φάντασμα που τον τυραννάει. Κι όταν του λες ου μοιχεύσεις: πάλι το παίρνει κατά γράμμα και παραβαίνει την εντολή μόνο και μόνο για να την υπογραμμίσει, χωρίς να καταλάβει ότι δεν πρέπει να μοιχεύει κανείς με ξένες ιδέες - αλλά να καλλιεργεί τις δικές του – κι έτσι, ούτω καθεξής στον αιώνα τον άπειρο αφού χρόνος δεν υπάρχει και αφού τα χρονόμετρα λένε όλα ψέματα, για τον καιρό που πέρασε και που περνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα ώστε πάλι ο Πλάτωνας κι εγώ να χωριστούμε, να γίνουμε από δυο χωριά, και να μαλλιοτραβηχθούμε ώσπου πάλι να ενωθούμε

μέσα σε μια καινούργια ιδέα βγαλμένη από το κουτί της μοιχαλίδας που είναι και το κουτί της κουτής «Πανδώρας» της ξανθής, δηλαδή της πανδώρας γης που τα δίνει όλα, τα κακά κι ένα καλό μονάχα,  σύμβολο της πτώσης από το Χρυσό Αιώνα, κι έτσι ο Πλάτωνας κι εγώ χωρίσαμε στο τέλος φίλοι. Τι να τσακωνόμαστε τώρα για μια γυναίκα, για μια ιδέα γυναίκας, αφού υπάρχουν τόσες άλλες ιδέες-γυναίκες στον κόσμο, που άλλο καλλίτερο δεν ζητάνε παρά να γίνουν κι αυτές γυναίκες, αληθινές, με σάρκα και οστά, με ωραία χείλια και με λαμπρά μυαλά! Που βιάζονται να ενσαρκωθούν για να μας αγαπήσουν, τον Πλάτωνα πλατωνικά, κι εμένα σαρκικά, δηλαδή πνευματικά, μ’ όλο το σώμα, από την κορφή ως τα νύχια, μυστικά και φανερά ενθύμιο μιας νύχτας έρωτα μιας νύχτας έξαρσης στους μαχαλάδες της Κωνσταντινουπόλεως

 

Η ΝΥΦΗ

Έβγαλε το σημειωματάριο του – στεκόταν στη γωνιά του δρόμου και δώστου και σημείωνε κάτι. Τι σημείωνε – ήταν μυστήριο.

Ο τηλέγραφος.

Η νύφη έβαλε τα νυφικά της και ερχότανε

Η νύφη έβγαλε τα νυφικά της  και δεν ερχότανε.

Η νύφη έσβηνε η νύφη άναβε.

Η νύφη ήταν το κερί στην ύπαιθρο.

Η νύφη ήτανε η κακοκαιρία η κακοκεφιά.

Η νύφη ήταν η νύφη και μόνο η νύφη και πάντα η νύφη.

Η νύφη γδυνότανε και ανεβοκατέβαινε γυμνή τη σκάλα τρεις φορές και έσβηνε το κερί και τ’ άναβε και όταν το φυσούσε έσβηνε και όταν το άναβε – την άφηνε να της γλείψει τα βυζιά και τα αυτιά και πίσω από τ’ αυτιά, στο ευαίσθητο σημείο, η φλόγα – ώσπου έκαιγε το νυφικό της – και άνοιγε την εσθήτα της κι έβγαζε ένα γραμματόσημο και το κολλούσε με τη γλώσσα επάνω στο τραπέζι.

Ένα γραμματόσημο 100 δραχμών – ένα γραμματόσημο χωρίς παράσταση. Κι έβγαζε τα βυζιά της – και τ’ ακουμπούσε στο πάτωμα – και ανέβαινε πάνω και στεκόταν πάνω στα βυζιά της πάνω στις μύτες των ποδιών της – κι έβγαζε τα μαλλιά της και τα ακουμπούσε επάνω στο παράθυρο για να στεγνώσουν – και έβγαζε τα μάτια της και τα έκλεινε στο συρτάρι για να μη χαθούν ή να μη λερωθούν.

Και ξεκολλούσε πρώτα το ένα πόδι και ύστερα το άλλο και τα κρεμούσε πάνω απ’ το κεφάλι της – και με το ’να χέρι ξεβίδωνε το άλλο ώσπου κα τα δυο της χέρια να πέφτουν σχεδόν από τον κορμό.

Και έπιανε το κεφάλι της και το ’βγαζε σαν καπέλο – και τ’ ακουμπούσε στο τραπέζι  όπου είχε κολλήσει το γραμματόσημο.

Και έβγαζε τότες από τις γάμπες της μια-μια τις τρίχες και τις αράδιαζε μπρος στο κεφάλι – κι ο κορμός – με μόνο την τρύπα του μουνιού της ανοιχτή – κυλούσε και έμπαινε πάνω σ’ ένα πάσσαλο που την παλούκωνε ολόκληρη.

Και μετά όλα αυτά στέγνωναν – και ζάρωναν και γίνονταν – σαν από σύννεφο.

Άλλωστε η σελήνη, δεν είναι ένα στερεό σύννεφο, που τόσο καιρό τη νομίζαμε από βράχο και από σκόνη – η σελήνη δεν είναι ένα τρύπιο σύννεφο; Έτσι λοιπόν όταν την αγγίζουμε από ολόκληρη γίνεται διπλή, μονή, κι ύστερα λειψή και χάνεται ολότελα ώσπου να ξαναφανεί.

Ωραία νύφη – που ήξερες να βγάζεις τις γάμπες σου μια-μια και να μου τις χαρίζεις, τι γίνεσαι, πού πήγες, πού είσαι;

Σεληνοφώτιστη, κι αφώτιστη μες στα ντουλάπια της καρδιάς πήγες και κλείστηκες; Και πού να σε βρίσκω τώρα, που ν’ ανοίξω πάλι όλα τα κλειστά ντουλάπια μου για να σε βρω, για να θυμηθώ ποια είσαι, να δω αν το παιδικό σου πρόσωπο είναι πάντοτε πρόσωπο ή αν δεν έγινε ξερός καρπός ή μαγκουφάνα ή τόσα άλλα πράματα που γίνεται ένα πρόσωπο αν δεν το κοιτάζεις – όταν δεν το βλέπεις, όταν δεν το ανέχεσαι, όταν δεν το υποστηρίζει κανένα νόημα σταθερό – όταν, και όταν, και όταν… ίσαμε πάντοτε, όταν…

[από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο 1982]

 

 

THE FABLE OF THE LAST HOUR (ένα τηλεφώνημα φάρσα στην Πυροσβεστική Υπηρεσία):

Μια γυναίκα κάθεται   με πόδια ανοιχτά

στη διασταύρωση δυο δρόμων

στείλτε αμέσως την πυροσβεστική αντλία!..

  Άγνωστη Πόλις)

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, 1982)

Πουθενά τόσο παρθενική κι απάρθενη συνάμα. Η δεσποινίς ωραία με κεφαλαίο ωμέγα - απαντημένη αναπάντεχα σ’ ένα δρομάκι σκοτεινό, ένα βράδυ - όταν κανείς δεν κοίταζε και τραβήξαμε για το σπίτι του γ, έτσι για να ’μαστε πιο ήσυχοι.

Η δεσποινίς Ωραία - έχει μακριά μαλλιά - κι έχουν - πιστέψτε με αν θέλετε το φυσικό τους χρώμα στο φυσικό τους μέγεθος.

Η παρέα της εξοντωτική όσο είναι και η ομορφιά της.

Η εξουσία μου είναι προσωρινή - γιατί στο βάθος η μοίρα μου είναι μυστική - κυκλοφορώ μονάχα στα υγρά υπόγεια των υπονοουμένων και συνθέτω εκεί μια νέα μουσική, που είναι πολύ παλιά, σαν έπος προϊστορικό.

 

ΥΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑΣ

Υπονομεύω τις διόδους τις παρόδους τις στοές και τους στρογγυλοκαθισμένους και παραφυλάω τις διάφορες πτώσεις.

Η Παρανομία είναι μια πρώτης τάξεως φίλη μου.

Η ανατροπή των εχόντων είναι η αδιάκοπή μου επιθυμία. Το απαραίτητο sine qua non μου – το απόρρητο ρητό μου, κι ανατρέποντας στάσεις και παραστάσεις και τις πολύχρονες σχέσεις μου – ξαναγυρίζω στα θρανία όπου έχει πήξει το μελάνι κι έχει ξεραθεί και δεν γράφει ο κοντυλοφόρος στο τετράδιο ασκήσεων καλλιγραφίας, ούτε για τα μάτια του κόσμου της Ωραίας που αγαπώ.

 [από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο 1982]

 

ΜΗ ΕΝ ΤΩ ΑΜΑ ΤΟ ΕΥ (από τη συλλογή Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982)

Χρήζει άραγες αναλύσεως, μια τέτοια φράση; Άστηνε να πάει στο διάβολο. Τι; Θα περιμένουμε δηλαδή, ολόκληρη ζωή, για να ξυπνήσει ο κύριος, και να δεήσει να μας δώσει να καταλάβουμε πως όχι τώρα αλλά κάποτε στο μέλλον, το αόριστο είναι το καλό – ενώ – το τώρα – το άμεσο, το σύντομο, το κοντινό – δε λογαριάζει – όλα καλά – αλλά όχι αμέσως. Περίμενε λιγάκι – περίμενε – τι θα χάσεις – έχεις καιρό μπροστά σου να βάλεις μακρύ παντελόνι – έχεις καιρό – θα ’ρθει καιρός. Στ’ αλήθεια όμως δεν είχε καιρό. Ήταν μετρημένα τα χρόνια του – οι μέρες του οι ώρες του – δεν είχε διόλου πια καιρό για τίποτα – ήταν πάντα κοντά στο τέρμα – και βαυκαλιζότανε και παινευότανε πως είχε πολύ καιρό ακόμα – άφθονο καιρό – απεριόριστο. Πώς γελάστηκε έτσι – πώς επί τόσα χρόνια του λέγανε – όχι τώρα – αργότερα – θα δούμε – κι έτσι το τώρα – έγινε πια παρελθόν – και το μέλλον – το μέλλον ζάρωσε κι είναι ανύπαρκτο. Είναι μια ελπίδα πιο ανυπόστατη κάθε στιγμή, και πιο τρελή – που δε δικαιολογεί πια καμιά αναβολή κανένα είδος χρονοτριβής ή άλλη σπατάλη ζωτικών δυνάμεων. Ή τώρα ή ποτέ – αντήχησε – μέσα του άγριο, όπως με συνοδεία σάλπιγγας της Ιεριχούς αντηχούσε άλλοτε άγριο, και λακωνικό, μα δυστυχώς η μόνη σωστή η μόνη δυνατή αλήθεια, το ή ταν ή επί τας.

 

ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΣΠΛΑΝΑΔΑΣ

Τα υποτυπώδη πλάσματα που μας υποδέχθηκαν καθ’ όλο το μήκος της ΕΣΠΛΑΝΑΔΑΣ ή της Πρωταπριλιάς, όπου τ’ αφρίζοντα κύματα έπεφταν με μανία ενάντια στον κυματοθραύστη που αποτελείτο ολόκληρος από πυρακτωμένες αλυσίδες πάγου, και που πότε αφάνιζε το κύμα μετατρέποντάς το σε ατμό, και πότε το έπηζε και το πάγωνε.

Επί του κυματοθραύστου εστέκετο η Ωραία, η απλανής και ημίγυμνη Μαρσέλλα, κόρη της θάλασσας και ενός ματιού ανεξάρτητου που από καιρό είχε αφήσει τη θήκη του προσώπου όπου υπηρετούσε – προδότης του σώματος που το έφερε στον κόσμο κι είχε γίνει αυτοτελές και κοίταζε παντού και όπου έπεφτε αλίμονο και τι δεν έβλεπε.

Επί της Μαρσέλλας έπιπτον κατά κανονικά διαστήματα ατμόπλοια από τ’ αφρίζοντα κύματα που εξατμίζονταν και ελούετο ιδανικώς φερόμενη εντός ανακλίνδρου πλοίου της ακρογιαλιάς, όπου εγκλείονται ηλεκτρικές δυνάμεις αντίστοιχες με το ύψος με τη φορά και την πυκνότητα των κυμάτων.

Η οσμή βεγγαλικών εκτινασσόμενη από μικρό βυζί με φουσκωμένη ρώγα, καθώς και τσουλούφι από κατάξανθα μαλλιά που έπεφταν επάνω σε μέτωπο από μάρμαρο.

Η τσάντα της Μαρσέλλας ήταν ανοιχτή, και μέσα φαινόταν κόσμος ολόκληρος από παιχνίδια – ιδίως το μεγαλύτερο από αυτά ένας μικροσκοπικός ελέφας Δούρειος Ίππος, κινούμενος πάνω σε οδοντωτές γραμμές τηλέγραφου αντί για ρόδες – και που είχε μέσα στην κοιλιά του χιλιάδες ψιμύθια δηλαδή κόκκους της άμμου σε στρατιωτική παράταξη και έτοιμοι να επέμβουν εν ανάγκη, αν τα πράγματα χαλούσαν και χειροτέρευαν και βγαίναν αληθινές οι εντολές, δικαιολογημένες οι ανησυχίες των αρχών του μικρού κρατιδίου όπου μόνο οι φοίνικες και οι μπανανιές φυτρώνουν στη φυσική τους κατάσταση ανησυχίες τόσο μάλλον δικαιολογημένες – αφού οι ήχοι της μακρινής σφυρίχτρας ή σειρήνας των σιδηροδρόμων – είχε ξετρελάνει όλους τους άνδρες και τους είχε αποσπάσει από τις συζυγικές τους κλίνες, και τους είχε ρίξει στην αγκαλιά  μιας αγνώστου προελεύσεως ατμομηχανής  τύπου Ντεβάγκερ σε μια απότομη μορφή καθόδου εις τα ενδότερα των αιωνίων αμυχών πτυσσόμενη από τους σεισμούς του φλοιού της γης που βρίσκονται κάτω από ωκεανούς δακρύων, και από τις μεταμέλειες των θρήνων σε δασύτριχες περιοχές που ανασπώνται από εκκολαπτόμενες κατολισθήσεις που οδηγούν σε ακαταπόντιστες συγκινήσεις και σε ακατανόητες ομοβροντίες και φρεγάδες και ναυαρχίδες κλεισμένες μέσα σ’ ένα μπουκάλι. Πόσες ω πόσες ψευδαισθήσεις! Γιατί περί εκείνου επρόκειτο. Και προχωρώντας αμέριμνοι φτάσαμε μπροστά στη βιτρίνα ή στον καθρέφτη ή στη Σαβίνα – ή καλαθίνα – σκόνης μπόχα – που στεκόταν απέναντι προσερχομένου, για να δει τι ήταν στο παρελθόν – διότι αντανακλούσε ο καθρέφτης τον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος τον καθρέφτη  σε όλη του τη δόξα.

Με ομοιοκατάληκτα τόξα οι διψασμένες του διχασμού εκτοξεύονταν προς το άπειρο σαν ενέσεις.

Ήταν αγκυλωτές και είχαν δική τους ωστική δύναμη που τις προωθούσε προς το ανένδοτο έαρ.

Πλην όμως πριν απ’ όλα αυτά, το προϋπάρχον τέρας κυλιότανε προς τα έσω – υποβασταζόμενο εν μέρει από το τίποτα και εν μέρει από το κάτι σε σχήμα βάτραχου.  Το έσερναν πέντε άνεμοι μεταμορφωμένοι σε ύμνους βεδικούς. Και αντί για λοφία είχε τσουλούφια από καπνό και αντί για κέρατα είχε σιμιγδαλένιες κεραίες και αντί για ποδάρια είχε ισοζύγια. Με μια λέξη: Ο Ορφέας και η Ευρυδίκη.

[από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο 1982]

 

Ο ΝΤΕΝΕΚΕΣ (από τη συλλογή ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ)

Κάθε φορά που δοκίμαζε να μπει – έφτανε – ως την πόρτα και την τελευταία στιγμή  κάτι συνέβαινε και τον βγάζανε – τον πετούσανε όχι με τις κλοτσιές αλλά με το μαλακό – με μια πονηράδα και μια υποκρισία, με συγνώμες σχεδόν τυχαία – φοβερά πράματα – το σπίτι – το μέγαρο – το τριγυρνούσε από καιρό τώρα – είχε δει πολλά πρόσωπα να μπαινοβγαίνουν – όταν τέλος πάντων έφτανε ως την πόρτα – νομίζοντας πως τους έχει ξεγελάσει – κείνη την ώρα έβγαινε μία γυναίκα και – με τρόπο τον βγάζανε πάλι έξω – ενώ ήταν πια σχεδόν μέσα – ήτανε πάντα η ίδια γυναίκα – ντυμένη μαύρα – με μπότες και με ιππικό καπέλο.

Η σκηνή αυτή επαναλαμβανόταν πολλές φορές – πάντα η ίδια – σαν κουρδισμένο παιχνίδι. Αυτός κάνει πάντα τις ίδιες κινήσεις να μπει μέσα και δεν τα καταφέρνει. Πώς να τα καταφέρει αφού ήταν κουρδισμένος ως εκεί να φτάνει πάντοτε, κι όχι πιο πέρα.

 

Ο ΔΟΥΞ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΟΞΕΩΣ

Μια κοπέλα που περπατούσε μπροστά του, λεπτή, γύρω στα 14 χρόνια, με παντελόνια, σακάκι στενό, παπούτσι σπορ, μετατρέπεται σε χοντρουλή νοικοκυρούλα με πράσινο φουστάνι και μ’ ένα παιδάκι μεταμφιεσμένο σε μαύρο γατάκι με ουρά. Στο μεταξύ: (Ίχνη από τηλεφωνικές συνδιαλέξεις αιωρούνται στον αέρα του διαμερίσματος)

[από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο 1982]

 

«ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ» (από τη συλλογή ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ)

Ο ΛΙΜΕΝΟΓΥΝΑΙΚΑΡΧΗΣ φώναζε οδηγίες μέσα από το λαιμό της ΛΙΜΕΝΟΓΥΝΑΙΚΑΣ χάρις σ’  ένα μεγάφωνο: «Σκώστε τη σκάλα», διέταξε με στεντόρεια φωνή. «Τη σκάλα – τη δασκάλα – προσοχή στη δασκάλα στο παιδί – στη Σκάλα του Μιλάνου – του λιμαν(ι)ού, λάσκα, την αλάσκα…»  ¨ασπεο σύννεφο φτερό στην πλάτη του γαλανού δασύτριχου ουρανού.   Γαμπρός – εμπρός!..  Στην ανοιχτή παλάμη του, όπου κρατάει ο μυστηριώδης άνθρωπος μιαν οργισμένη σκέψη από μπετόν.   Νούμερο της ψυχής, αιδοίο, πεπρωμένο, στόμια θαλασσινής σπηλιάς, χάδια υγρά της θάλασσας, σ’ ένα λαιμό στεριάς, μουστάκι αρειμάνιο – η γάμπα ενός πορθμού φύκι στης ακρογιαλιάς τ’ απανωχείλι, φρύδι βουνού, πύργος βαθύς του βράχου, βόθρος που ρουφάει το νερό της λίμνης, μυστήριο της Κεφαλονιάς λαθραίος επιβάτης χνούδι του αγέρα μάγουλο της ασυνειδησίας [από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο 1982]

Παρασκευή, 18 Ιουνίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ